πολύναστος
Look at other dictionaries:
πολύναστος — και πολύνηστος, ον, Α 1. αυτός που σχηματίζει μεγάλο σωρό, συσσωρευμένος 2. (κυρίως ο τ. πολύναστος και ιδίως για εδέσματα) πολύ συμπυκνωμένος, περιεκτικός, θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ναστός «συμπυκνωμένος, πλήρης» (< νάσσω)] … Dictionary of Greek
πολύνηστος — ον, Α βλ. πολύναστος … Dictionary of Greek